Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

H EΣΤΕΛΛΑ ΜΑΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ...

Kαλησπέρα...Πριν ξεκινήσουμε να τονίσω οτι η ιστορία δεν ανήκει σ εμένα... Σαν ιδέα την άκουσα απο κάπου αλλού...Απλά αισθάνθηκα μια απίστευτη ανάγκη να την αποτυπώσω με δικό μου τρόπο.

Μια φορά και έναν καιρό, στο βασίλειο των Μολυβένιων Σχεδίων ζούσε ένας μοναχικός, μελαγχολικός πρίγκιπας. Τα πάντα γύρω του κινούνταν σύμφωνα με τις διαβαθμίσεις του γκρί και του μαύρου και είχαν μονο δύο διαστάσεις που χόρευαν με τις ψεύτικες σκιές τους. Οι άνθρωποι, ήταν μονότονοι, κουραστικοί και οι ερωτήσεις τους τον ενοχλούσαν πολύ. Ζώα δεν υπήρχαν, ενώ τα λουλούδια ήταν μαύρα. Πόσο τυχερός ένιωθε αν τυχαία έβρισκε κάποιο κάτασπρο κρινάκι στους άγριους, μαύρους αγρούς, νότια της περιοχής της Ακουαρέλας!

Δεν είχε όνομα. Κανένας δημιουργός δεν χαρίζει ονόματα στα δημιουργήματά του άλλωστε. Όλοι τον φώναζαν υψηλότατο, ή πρίγκιπα... ή με διάφορα μεταχειρισμένα και φθαρμένα ονόματα που είχε βαρεθεί να προσπαθεί να συγκρατήσει. Όλοι οι φίλοι του επαναλάμβαναν τα ίδια λόγια, κάθε μέρα, με την ίδια χροιά στη φωνή τους και το ίδιο χρώμα στα μάτια τους. Εκείνο το μονότονο χρώμα που τον αρρώσταινε. Οι γονείς του, λέγεται οτι είχαν εξοριστεί λόγω χρώματος. Τί χρώμα απο την παλέτα του απαγορευμένου τους ξεχώριζε, κανείς ποτέ του δεν έμαθε. Τί σημασία είχε άλλωστε; Ο ασπρόμαυρος πρίγκιπας ήταν μόνος στις γκρίζες του σελίδες. Έπληττε και έβλεπε τη ζωή του να περνάει χωρίς κανένα νόημα. 

Μια μέρα, γκρίζα και συννεφιασμένη όπως κάθε άλλη μέρα, βγήκε στον κήπο του παλατιού για να περπατήσει στο μουντό δρομάκι που σχημάτιζαν οι παλιές ασύμμετρες πέτρες στο πλακόστρωτο. Σε κάθε βήμα, αισθανόταν την καρδιά του σα να την έπνιγαν χιλιάδες, παγωμένες, μαύρες μέγγενες. Αιμοραγούσε μα το αίμα του ήταν λευκό... Αόρατο. 
"Υπάρχω άραγε; Υπάρχω;" 

Και ήξερε πως δεν υπήρχε. Πώς ήταν ένα σχέδιο και τίποτ άλλο. Μια ζωγραφιά wannabe. Προσπάθησε να κλάψει μα δε τα κατάφερε. Ήταν σχεδιασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να μην κλαίει. Ο θυμός μέσα του φούντωνε και τότε ήταν που χτύπησε με δύναμη τον μαυρισμένο τοίχο και το χέρι του σύρθηκε πάνω στην άγρια επιφάνεια του. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Τα μάτια του έτσουξαν και όταν έστρεψε το βλέμμα του στον τοίχο ανακάλυψε οτι εκείνο το κομμάτι που χτύπησε είχε εξαφανιστεί. Αυτή η αναπάντεχη εξέλιξη τον έκανε να κοιτάζει το κενό για λίγο. Ύστερα, όσο πιο απαλά μπορούσε άρχισε να τρίβει την υπόλοιπη επιφάνεια. Τότε ήταν που το κατάλαβε. Είχε μια δύναμη που ούτε καν φανταζόταν. Μπορούσε να σβήσει τον κόσμο!

Και αυτό θα έκανε. Θα τον έσβηνε...ξεκίνησε πρώτα με το περιβάλλον γύρω του. Όσο περισσότερο έσβηνε τόσο περισσότερο πονούσε. Τα χέρια του κοκκίνιζαν σιγά σιγά απο αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν αίμα. Υπέφερε, έκλαιγε μα δε σταματούσε να σβήνει ώσπου τα πάντα έγιναν σκόνη και εκείνος ξεπήδησε μέσα απο τις σελίδες. Ήταν ο πρίγκιπας της γομολάστιχας. Ήταν ελεύθερος... Ελεύθερος και τόσο μόνος. Είχε χρώματα πάνω του, μα, κανένας απο τους μονότονους φίλους του δεν ήταν εκεί για να τα θαυμάσει. Τι να την έκανε τη ζωή του τώρα που δεν είχε κανέναν να τη μοιραστεί; Ζούσε αλλά για ποιόν; Ανάπνεε αλλά για ποιόν; Δεν άνηκε πουθενά. Αυτή τη φορά αποφάσισε να δώσει ένα τέλος μια και καλή στον πόνο που. Έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε το κομμάτι που τον πονούσε περισσότερο. Την καρδιά του. Και μ ένα πικρό χαμόγελο και λίγα δάκρια έσβησε.

Ο κόσμος μας είναι τόσο μουντός... τόσο σκληρός...Κι όμως τι θα ήμαστε χωρίς αυτόν; Κάθε μέρα γκρινιάζουμε για τα ελαττώματα των άλλων...αλλά τι θα ήμασταν χωρίς τους άλλους...;

Με ποιά θα βγείς απόψε; Με την πλήξη ή την μοναξιά;

Απο την Estella-oneiropagida09.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου